- δεματάς
- οαυτός που δένει δέματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεματιάρης — ο (θηλ. δεματιάρισσα, η) ο δεματάς … Dictionary of Greek
δεματιαστής — ο [δεματιάζω] ο δεματάς … Dictionary of Greek
δεματιστής — ο [δεματίζω] ο δεματάς … Dictionary of Greek
δεματοποιός — ο ο δεματάς … Dictionary of Greek